Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Κόντε Μπουγάδας





Ο πατέρας του ήταν κοινός θνητός.  Ένας απλός οικογενειάρχης, με μια τυπική μικροαστική οικογένεια και μια αξιοπρεπή δουλειά: ιδιοκτήτης στεγνοκαθαριστηρίου σε καλό σχετικά σημείο, δίπλα στην παλιά πόλη. Το ιδιόκτητο μαγαζάκι ήταν της οικογένειάς του, από τον παππού του. Δεν είχε νοίκια κι έτσι το μεροκάματο έβγαινε, άλλοτε πλούσια, άλλοτε λιγοστά, δεν είχε παράπονο. Μπορούσε να ζήσει την γυναίκα και το γιό του άνετα και κάθε τόσο έκανε και το κουμάντό του κι αποταμίευε κατιτίς για τα γεράματα και για τις πιθανές μελλοντικές υποχρεώσεις όταν ο κανακάρης του θα άνοιγε τα φτερά του για μεγαλύτερους στόχους. Γιατί είχε σχέδια για το μοναχογιό του. Σπουδές ίσως, αν τις τράβαγε η όρεξη του παιδιού, αλλά σίγουρα καριέρα  και καινοτόμες και προσοδοφόρες επιχειρήσεις με προοπτικές. Είχε σχέδια ο πατέρας.
Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.

Ο γιός μεγάλωνε στην άνεση κι άρχισε και να κάνει παρέα με πλουσιόπαιδα ακολουθώντας τις προτροπές των γονιών του.
"Γνωριμίες παιδί μου, είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο για να πετύχεις την σήμερον ημέρα", συμβούλευε τον Σπυράκο ο πατέρας.
"Παράτα τα φτωχόπαιδα και δες να κάνεις φίλο κανένα παιδί της προκοπής" συνέχιζε η μάνα. "Ο γιός του τάδε ξενοδόχου, η κόρη της δείνα τελωνειακού, του δείνα εφοπλιστή, της δεινοπούλου μεγαλοεπιχειρηματία, αυτά είναι παιδιά για παρέα που θα σου φανούνε χρήσιμα μεθαύριο. Και σταμάτα να χαζολογάς με τα αλητάκια της κυρά Καρμέλας που ούτε σπίτι να μείνουν δεν έχει και ξενοπλένει για να τα ζήσει".


Με τούτα και με κείνα, ο καιρός πέρασε ο Σπυράκος έγινε Σπύρος και τόμαθε το μάθημα καλά. Άρχισε να περιφέρει στην πόλη το καλάμι που καβάλησε και επειδή δεν μπορούσε να είναι ο ασήμαντος γιός του στεγνοκαθαριστή, άρχισε να παραμυθιάζει τον κόσμο για το γενεαλογικό του δέντρο και έναν μακρινό αριστοκράτη από την εποχή της ενετοκρατίας που έφερε τον τίτλο του κόμη και είχε παντρευτεί μια προ-, προγιαγιά του για να μείνει οριστικά στο νησί.
Κόμης λοιπόν ανέβαινε και κατέβαινε στα σουλάτσα στην παραλία ο Σπύρος, και σιγά σιγά άρχισε και το δούλεμα από τους συντοπίτες και τούμεινε ο τίτλος τιμής: Κόντε μπουγάδας!

Καλύτερα να σου βγεί το μάτι παρά το όνομα, λέει η παροιμία. Και ο Σπύρος ήταν πια ο Κόντε μπουγάδας με τόνομα. 
Κι επειδή ένας κόμης δεν είναι σωστό να δουλεύει σε παρακατιανές δουλειές κι έχει και έξοδα παράστασης και κοινωνικές υποχρεώσεις, ο Σπύρος ρευστοποίησε τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας για να κυνηγήσει τα χρυσά επιχειρηματικά του σχέδια. Aλλά, είναι γνωστό, ότι  συνήθως οι θησαυροί αποδεικνύονται άνθρακες.
Τελικά ο Σπύρος, ο νεότερος κόμης της Περιθείας, γνωστότερος στο νησί και ως Κόντε Μπουγάδας έμεινε στην γόνιμη ηλικία των 27 χρόνων με μπόλικες γνωριμίες, νιάτα που θα χάνονταν με μαθηματική ακρίβεια, και ένα κορμί ζηλευτό μεν αλλά άφραγκο. Όλα αυτά μοιραία οδήγησαν στην μοναδική νόμιμη επιλογή που θα μπορούσε να συντηρήσει τα ακριβά του γούστα.

Συνοδός ευκατάστατων κυριών που αποζητούσαν μια καλή παρέα και ήταν διατεθιμένες να πληρώσουν και το σχετικό τίμημα σε ρευστό, σε χρυσό, ή σε τροχό. Αυτές ήταν οι διαβαθμίσεις των απαιτήσεων και οι αποτιμήσεις της καψούρας. Κι έτσι ο Σπύρος θα μπορούσε να πεί κανείς ότι, τηρουμένων των αναλογιών, έπεφτε στα μαλακά.
Τα χρόνια όμως περνούν σαν νερό τα άτιμα και μαζί φεύγανε τα νιάτα του Σπύρου, πέφτανε οι μετοχές του και το μόνο που ανέβαινε ήταν η ηλικία των κυριών που συνόδευε. Δεν είχε όμως παράπονο, βολευότανε και με τα πρώτα ήντα και με τα δεύτερα ήντα καμιά φορά.
"Όλα είναι στο μυαλό", έλεγε δείχνοντας το κεφάλι του με νόημα. "Ο έρωτας είναι εγκεφαλική διαδικασία", ομολογούσε στο πάντα πρόθυμο ν' ακούσει και ελάχιστα νηφάλιο ακροατήριο που τον παρακολουθούσε σε σκοτεινά μπαράκια.
Για να καταλήξει φιλοσοφώντας, με την ρήση των αρχαίων ημών προγόνων:
"Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ομοία".
Τον τελευταίο καιρό ο Κόμης Σπύρος είχε χτυπήσει το θησαυρό που αναζητούσε σ' όλη του τη ζωή. Μια ηλικιωμένη χήρα χωρίς παιδιά και ανήψια, που ο μακαρίτης της είχε αφήσει υπολογίσιμα μετρητά και αμέτρητα ακίνητα. Την άραξε λοιπόν ο Σπυράκος στο καλύτερο δωμάτιο του κεντρικού ξενοδοχείου της πόλης ακριβώς πάνω από την πλατεία που σεργιάνιζε μικρός με την μάνα του, και ξημεροβραδιαζόταν μεγαλύτερος με τους συμμαθητές του για το αναγκαίο καμάκι στις τουρίστριες.

Εκείνο το πρωί ξύπνησε ενοχλημένος από επίμονη φασαρία.
Δίπλα του βαρειανάσαινε η χήρα που δεν άντεχε ποτό και ξενύχτι.
Πήγε νυσταγμένα στο παράθυρο, άνοιξε τα παντζούρια κι ο ήλιος τον τύφλωσε για μια στιγμή.
Είδε το ρολόϊ στο καμπαναριό της μητρόπολης. Η ώρα κόντευε δέκα και στην απέναντι πολυκατοικία στο καντούνι ένα συνεργείο πάλευε να ανακαινίσει ένα ταλαιπωρημένο διαμέρισμα. Ο Σπύρος τεντώθηκε νυσταγμένος και εκείνη τη στιγμή ένας από τους μαστόρους που τον αναγνώρισε, του φώναξε ειρωνικά:
"Κόντε Μπουγάαααααδα"


Ο Σπύρος έριξε μια ματιά στην κοιμισμένη χήρα, γύρισε αργά το γυμνό κορμί του, πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο, κι ενώ τον έλουζε το φως του ελληνικού ήλιου του φωτοβόλου, έβαλε τις παλάμες του στο στόμα σα χωνί και στραμμένος στους εργάτες που είχαν διακόψει τις δουλειές τους και τον κοίταζαν, φώναξε με φωνή στεντόρεια:

"Δούλευε, μαλάαααααααααααακα"
 Αφιερωμένο στην Μελίτα
Οι κερκυραϊκές φωτογραφίες (slides) τραβήχτηκαν με συμβατική κάμερα ΝΙΚΟΝ στις αρχές του '90 και είναι προϊόν σκαναρίσματος (γι'αυτό ...χάνουν).  

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Ενθύμιον "Θεσσαλονίκης" (Μιά σχεδόν αληθινή ιστορία)

μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι
Νίκου Καββαδία, ο τελευταίος στίχος από το Cambay’s water




Κάρτα εποχής επιχρωματισμένη.
Είσοδος του Ελληνικού Στρατού εις Θεσσαλονίκην. Με φαντάρους στη σειρά, κουρασμένους κι αξύριστους, να μπαίνουν στην πόλη 26 Οκτώβρη 1912 ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Τα όπλα βαραίνουν τους ώμους τους καθώς προσπερνούν το Ζυθοποιείο Όλυμπος και το υφαντουργείο Τόρρες.
Αναδρομή στο παρελθόν.

Τι σου είναι το μυαλό. Αρκεί μια τόση δα χαραματιά και ξεχύνονται από μέσα βαθιά καταχωνιασμένες εικόνες και στιγμιότυπα άλλων χρόνων που πιστεύεις ότι έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί. Η Θεσσαλονίκη, λίκνο και χωνευτήρι πολιτισμών, πόλη που έχει εμπνεύσει ποιητές και βασιλιάδες, πάντα προκλητική κι ανεξιχνίαστη, αναδύεται νωχελικά μέσα στις πρωινές ομίχλες, τη φοιτητική ζωή, τα φαγάδικα, τα πολίτικα γλυκά, τα μικρά καφέ και τα μπαράκια.
Η "Θεσσαλονίκη" όμως για μένα δεν είναι μονάχα αυτά.
Είναι τα παιδικά μου χρόνια, είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, μια γυναίκα με κορμί δυνατό, αυστηρά χαρακτηριστικά, φωτεινό βλέμμα. Μια καρυάτιδα που αγέρωχη παρακολουθεί το κλεινόν άστυ σκαμμένη από τα χρόνια και τους χαλεπούς καιρούς.
Προαιώνια, ακλόνητη και παρούσα.

Η κυρία Νίκα.

Γεννημένη το 1912 τη μέρα που οι έλληνες έπαιρναν πίσω την πόλη από τον Τούρκο διοικητή της, εξ ου και το Νίκα από το Θεσσαλονίκη. Δασκάλα στο δημοτικό, στις τάξεις τις μικρές, με το μεράκι της παιδαγωγού και την συνέπεια στο λειτούργημά της αγαπούσε τα παιδιά με τη μητρική αγάπη που συνδυάζει γλυκύτητα και αυστηρότητα. Άπλωνε τα φτερά των οραμάτων της και μας ζέσταινε όλους στην θαλπωρή της αγκαλιάς της στο λαϊκό δημοτικό των Κάτω Πατησίων. Τους φρόνιμους και τους άτακτους, τους διαβασμένους και τους αδιάβαστους, τους καλούς και τους κακούς.
Η κυρία Νίκα, δασκάλα με όλη τη σημασία της λέξης, έσταζε στις παιδικές ψυχές μας τον πλούτο της καρδιάς και του νου της σημαδεύοντας με ανεξίτηλα χρώματα την πορεία μας στο μέλλον. Τιμωρούσε τις παρεκτροπές, επαινούσε τις προσπάθειες μας, παρακολουθούσε την εξέλιξή μας και φρόντιζε για τα παιδιά της.
Ένας χάρακας λεπτός και λείος κατασκευή στο ξυλουργείο που είχε ο πατέρας του συμμαθητή μας του Λυγίζου ακουμπούσε σε περίοπτο σημείο στην έδρα για να μαγνητίζει το βλέμμα μας. Πιο πολύ συνέτιζε με την παρουσία του και σπανίως με την επαφή στις παλάμες των απείθαρχων. Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, μας θύμιζε και μας έδειχνε το χάρακα.

Πρόσεχε για πυρετούς και παιδικές ασθένειες, φρόντιζε για τους εμβολιασμούς, μας παρακολουθούσε για τα κάθε λογής χτυπήματα. Το άγρυπνο μάτι της εντόπιζε και συμβούλευε τους γονείς περί του πρακτέου. Ήταν εκείνη που καθοδηγούσε την οικογένεια στην ανατροφή των παιδιών.
Εκείνη ανακάλυψε την επιπεφυκίτιδα που ταλαιπωρούσε τα μάτια μου.
Είχα  μια φοβία για τους γιατρούς από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τους απέφευγα και ακόμα τους τρέμω. Ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις αφήνω το κορμί μου να εξερευνήσει τις δυνατότητες του με μοναδική ενίσχυση ασπιρίνες και ξεκούραση. Είμαι πιστός οπαδός της τελευταίας στιγμής κι ας ακούμε συνέχεια για τα πλεονεκτήματα της πρόληψης. Εγώ δεν τα μπορώ τα τσεκαπ, αποφεύγω όσο γίνεται τις άσπρες μπλούζες. Έκρυβα επιμελώς για κάμποσες μέρες το πρόβλημα στα μάτια μου από τους δικούς μου αναβάλλοντας κατά το δυνατόν την επίσκεψη στο γιατρό.
Ήμουν ντροπαλός και μαζεμένο παιδί, κοκκίνιζα και πνιγόμουνα στο άγχος με το παραμικρό. Τα κλάματα με έπαιρναν εύκολα πότε από συγκίνηση, πότε από αμηχανία, πότε από χαρά δεν έχαναν ευκαιρία να ξεχυθούν τα δάκρυα πλημμύρα από τα μάτια μου. Ίσως γι’ αυτό δεν με πήραν είδηση γρήγορα στο σπίτι.
Τις τελευταίες μέρες όμως τα μάτια μου μ’ έκοβαν και τα δάκρυα έρχονταν συχνότερα. Το διάβασμα γινόταν μαρτύριο η όραση θόλωνε και τελικά το πρόβλημα αποκαλύφθηκε. Είχα σηκωθεί για εξέταση έπρεπε να διαβάσω κάποιο κείμενο από το αναγνωστικό αλλά μετά τις πρώτες σειρές τα γράμματα χάνονταν. Τη πρώτη φορά η δασκάλα νόμισε ότι το πρόβλημα ήταν ψυχολογικό, τη δεύτερη φορά το ίδιο ,την τρίτη μου είπε να πω στους γονείς μου ότι πρέπει να πάω σε οφθαλμίατρο.
Μόλις το άκουσα η κατάσταση χειροτέρεψε, κλάμα ένας χαμός. Μου είπε να καθίσω, με καθησύχασε ότι δεν είναι τίποτα και μου έδωσε το μαντήλι της για να σκουπιστώ. Τα χαρτομάντιλα δεν υπήρχαν, εμφανίστηκαν πολύ αργότερα. Το μαντήλι το κράτησα και μετά το μάθημα το πήρα στο σπίτι και, για να μη μάθει η μάνα μου τι συνέβαινε, το έκρυψα. Την ταλαιπωρία την άντεχα την ιατρική την ξόρκιζα.  Έπαιζα καθυστέρηση πετώντας την μπάλα στην εξέδρα αλλά έπεσε τηλεφώνημα τελικά που έδωσε λύση στο πρόβλημα. Το μαντήλι τελικά το εντόπισε η μάνα το έπλυνε και με ρώτησε που το βρήκα. Απέφυγα με κάποιο τρόπο την απάντηση και έτσι το μαντήλι παρέμενε για χρόνια στο συρτάρι. Καθαρό σιδερωμένο με τα μικρά λουλουδάκια διακόσμηση και απαλή γαλαζωπή δαντελίτσα στις άκρες. Δεν το πείραζε κανείς. Για χρόνια έμενε καταχωνιασμένο μέχρι που αποσύρθηκε μαζί με τα υπόλοιπα. Είχαμε μπει πια στην εποχή του χαρτομάντηλου.
Πέρασε καιρός, η κυρά Νίκα γέρασε, βγήκε στη σύνταξη, πήγε να μείνει στη κόρη της σε άλλη γειτονιά αλλά τα μικρά της τα θυμότανε. Έπαιρνε τηλέφωνα στις μανάδες μας, μάθαινε νέα μας χαιρότανε με τις χαρές μας και τις επιτυχίες μας. Η σκιά της διακριτική μας ακολουθούσε. Της μίλησα και στο τηλέφωνο μερικές, λιγοστές όμως, φορές. Πάντα την ένοιωθα αυστηρό κριτή και η ντροπή και ο σεβασμός παρά τα χρόνια δεν με άφηναν όποτε της μίλαγα. Πάντα δίνοντας  υποσχέσεις ότι θα πέρναγα να την επισκεφτώ. Κάτι όμως η αντικοινωνικότητά μου, κάτι η συστολή που με χαρακτήριζε από μικρό, κάτι οι υποχρεώσεις, η επίσκεψη πήγαινε από αναβολή σε αναβολή. Μέχρι το επόμενο τηλέφωνο, τις επόμενες ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, την συγκαταβατικότητα της κυρά Νίκας που όλα τα καταλάβαινε και όλα τα δικαιολογούσε. Τα απέδιδε στη νιότη και στα τρεχάματα με τα μαθήματα στο Πολυτεχνείο και ο φαύλος κύκλος των αναβολών καλά κρατούσε.
Τελευταία, έμαθα από τους φίλους τους παλιούς στη γειτονιά μας ότι η κυρά Νίκα απεδήμησε εις Κύριον πλήρης ημερών. Η επίσκεψη ματαιώθηκε οριστικά και η μάνα μου που παρακολουθούσε τόσα χρόνια την όλη υπόθεση από κοντά κούναγε με σημασία και κατανόηση το κεφάλι της. Της είχα πεί μετά από πολλά χρόνια την αληθινή ιστορία του μαντηλιού που συνεχώς με κυνηγούσε.
Ήταν κατηγορηματική. "Στάλεγα εγώ. Μη κάνεις δώρο ποτέ μαντήλι, είναι χωρισμός. Τα βλέπεις; Αυτό το μαντήλι φταίει. Να που δεν σας άφησε να ξαναϊδωθείτε."
Κάθε φορά που την άκουγα, γελούσα ειρωνικά και την κορόιδευα για την αφέλεια και τις προλήψεις της.
Πάντως, πείτε με προληπτικό, άν και έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που σκούπισα τα δάκρυα των παιδικών μου χρόνων με κείνο το μαντήλι, μέχρι σήμερα αποφεύγω στις ανταλλαγές δώρων κάθε τύπου μαντήλι
;-)


Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης από έργο του εικαστικού δημιουργού Γιάννη Σταύρου
http://www.yannisstavrou.gr/gallery-g.htm


Translate

Αναγνώστες